- πικροί
- πικρόςpointedmasc nom/voc plπικρόωmake bitterpres subj mp 2nd sgπικρόωmake bitterpres ind mp 2nd sgπικρόωmake bitterpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκύων — (Αστρον.). Αστέρας στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, Ν των Διδύμων. Είναι διπλός αστέρας, που οφείλει τη σημασία του στον δεύτερο αστέρα του ζεύγους, την ύπαρξη του οποίου προέβλεψε ήδη από το 1844 ο Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός Φρίντριχ… … Dictionary of Greek
χολώδης — ες / χολώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χόλος/χολή] 1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.) 2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή,… … Dictionary of Greek
πικραμυγδαλιά — η είδος αμυγδαλιάς που οι καρποί της είναι πικροί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)